φαρμακοδοσία
English (LSJ)
ἡ, poisoning, Mich. in EN17.23.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
δηλητηρίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. πλειοδοσία].
ἡ, poisoning, Mich. in EN17.23.
ἡ, ΜΑ
δηλητηρίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. πλειοδοσία].