ἄτερπος
English (LSJ)
ἄτερπον, = ἀτερπής, Il.6.285 (dub. l.).
Spanish (DGE)
-ον desagradable, acerbo οἰξύς Il.6.285.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀτερπής.
English (Autenrieth)
= ἀτερπής, Il. 6.285†.
Greek Monotonic
ἄτερπος: -ον, = ἀ-τερπής, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτερπος: Hom. = ἀτερπής.