ἡ, rare collat. form of sq… Call.Fr.245.
[Seite 7] ἡ, = λαῖφος, Callim. fr. 245 bei Suid.
λαίφη: ἡ, = λαῖφος, σπανίως ἀπαντῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 245.
λαίφη, ἡ (Α)λαίφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαῖφος (τὸ)].