λαίφος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
το (Α λαῑφος)
νεοελλ.
ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα
αρχ.
1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσσιν νεώς», Σοφ.)
3. δέρμα ζώου («λαῖφος λυγκός», Ομ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. της αρχαίας καθημερινής γλώσσας].