λαῖφος
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
εος, τό, poet. Noun,
A shabby, tattered garment, ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω Od.13.399; τοιάδε λαίφε' ἔχοντα 20.206: generally, λ. λυγκός a lynx's skin, h.Hom.19.23; of bedding, h.Merc.152.
II piece of cloth or canvas, sail, Alc.18.7, h.Ap.406; καθήσειν λ. (metaph.) A.Eu.556 (lyr.), cf. E.Med.524, Or.341 (lyr.); στολμοὶ λαίφους A.Supp.715; στείλασα λ. ib.723: pl., S.Tr.561, E.Hec.112 (anap.), Aret.SD2.11, etc.: metaph., Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς E.Rh.323.
German (Pape)
[Seite 7] τό, schlechtes, lumpiges Kleid, ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω ὅ κεν στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα, Od. 13, 399, vgl. 20, 206. – Übh. Tuch, bes. Segeltuch, στολμοί τε λαίφους, Aesch. Suppl. 696; Eum. 526; λ. ἀκάτου θοοῦ Eur. Or. 341, vgl. 414. 1080; sp. D., λαίφεα ἐκπετάσας M. Arg. 24 (X. 4); λαίφεα λύειν, Barbuc. 10 (IX, 427); λαῖφος τείνας, Callim. 26 (App. 45).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 mauvais vêtement, haillon;
2 voile de vaisseau.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
λαῖφος: εος τό
1 рубище, ветхая одежда Hom.;
2 шкура (λυγκός HH);
3 парус (ἀκάτου Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λαῖφος: -εος, τό, ποιητ. ὄνομα, ἱμάτιον πεπαλαιωμένον καὶ ῥακῶδες, ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω Ὀδ. Ν. 399· τοιάδε λαίφε’ ἔχοντα Υ. 206· καθόλου, κ. λυγκός, τὸ δέρμα αὐτοῦ, Ὁμ. Ὕμν. 18. 23. ΙΙ. ὡς τὸ φᾶρος, ὕφασμα, ἱστίον, «πανί», Ἀλκαῖ. 18· καθήσειν λ. (μεταφ.) Αἰσχύλ. Εὐμ. 556, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 524, Ὀρ. 341· στολμοὶ λαίφους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· στείλασα λ. αὐτόθι 723· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Τρ. 561, Εὐρ. Ἑκ. 113, κτλ.· ― μεταφ. λαίφη τῆσδε γῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 323.
English (Autenrieth)
εος: shabby, tattered garment, Od. 13.399 and Od. 20.206.
Greek Monolingual
το (Α λαῑφος)
νεοελλ.
ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα
αρχ.
1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσσιν νεώς», Σοφ.)
3. δέρμα ζώου («λαῖφος λυγκός», Ομ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. της αρχαίας καθημερινής γλώσσας].
Greek Monotonic
λαῖφος: -εος, τό,
I. κουρελιασμένο και φθαρμένο ρούχο, στον ενικ. και πληθ., σε Ομήρ. Οδ.
II. κομμάτι ύφασμα ή καραβόπανο, ιστίο, σε Αισχύλ.· στον πληθ., σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ragged cloth, poor garment (Od., h. Hom.); cloth, sail (poet. Alc. Z 2, 7, h. Ap. 406); λαίφη f. id. (Call.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The meaning points to popular origin; on the form Chantraine Form. 417. (Fur. 170 compares λαῖφα ἀσπίς (s.v.), which I do not understand.)
Middle Liddell
λαῖφος, εος,
I. a tattered garment, rags, in sg. and pl., Od.
II. a piece of cloth or canvas, a sail, Aesch.; in plural, Soph.
Frisk Etymology German
λαῖφος: {laĩphos}
Forms: λαίφη f. ib. (Kall.).
Grammar: n.
Meaning: zerlumptes Kleid, schlechtes Gewand (Od., h. Hom.); Tuch, Segeltuch, Segel (poet. seit Alk. Z 2, 7, h. Ap. 406);
Etymology: Unerklärt. Schon die Bed. läßt auf volkstümlichen Ursprung schließen; zur Form Chantraine Form. 417.
Page 2,74