ἀπόχειρος

Revision as of 12:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀπόχειρον, unprepared, Plb.22.14.8.

Spanish (DGE)

-ον
no preparado, desprovisto πρὸς ἔνια δὲ τῶν ἐπινοουμένων ἀπόχειρος ὢν ἐπεβάλετο Plb.22.14.8.

German (Pape)

[Seite 336] (χείρ), von der Hand weg, unvorbereitet, Pol. 23, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόχειρος: не имеющийся под рукой, т. е. не приготовленный (πρός τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχειρος: -ον, ἀπαράσκευος, Πολύβ. 23. 14, 8.

Greek Monolingual

ἀπόχειρος, -ον (Α)
απροετοίμαστος, ακατάρτιστος.