ὑπογνάμπτω

Revision as of 12:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.

German (Pape)

[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.

French (Bailly abrégé)

courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογνάμπτω: досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.

Greek Monolingual

Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

fut. ψω
to bend gradually, Hhymn.