διωκτήρ

Revision as of 12:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

διωκτῆρος, ὁ, pursuer, Babr.128.14.

Spanish (DGE)

-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.

Russian (Dvoretsky)

διωκτήρ: ῆρος ὁ преследователь Babr.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.

Greek Monotonic

διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

διωκτήρ, ῆρος, n n διώκω
a pursuer, Babr.