κοιλιοστροφία

Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, colic, Sch.Nic.Al.597.

German (Pape)

[Seite 1466] ἡ, Umwenden der Eingeweide, Schol. Nic. Al. 596.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοστροφία: ἡ, συστροφὴ τῶν ἐντέρων μετὰ ὀξέος πόνου, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 596.

Greek Monolingual

κοιλιοστροφία, ἡ (Α)
κολικός του εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -στροφία (< -στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδοστροφία, χορδοστροφία].