κτιστύς

Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.

German (Pape)

[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.

Russian (Dvoretsky)

κτιστύς: ύος ἡ Her. = κτίσις 1.

Greek Monolingual

κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελαστύς, κρεμβολιαστύς)].

Greek Monotonic

κτιστύς: -ύος, ὁ, Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).

Middle Liddell

κτιστύς, ύος [ionic for κτίσις, Hdt.]