λίθιον

Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim. of λίθος, Paus.2.25.8.

German (Pape)

[Seite 44] τό, denn λιθίον ist falsche Accentuation, dim. von λίθος, Steinchen, Paus. 2, 25, 8.

Greek (Liddell-Scott)

λίθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, Παυσ. 2. 25, 8.

Greek Monolingual

το (Α λίθιον)
νεοελλ.
χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος της ομάδας Ιa του περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων
αρχ.
πετραδάκι, λιθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ. όρος της χημείας είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. lithium < λίθος, και μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].