πετραδάκι

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μικρή πέτρα, λιθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. -αδάκι (πρβλ. φτωχαδάκι)].