σφαιροθήκη
English (LSJ)
ἡ, sphere-holder, Gem.5.63.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη ερυσιφώδη της κλάσης πυρηνομύκητες, τα είδη του οποίου είναι υποχρεωτικά παράσιτα φυτών προκαλώντας ασθένειες που είναι γνωστές ως ωίδια
2. (μηχανολ.) κατασκευαστικό στοιχείο τών κυλισιοτριβέων το οποίο συγκρατεί τα στοιχεία κύλισης σε σταθερή απόσταση μεταξύ τους
αρχ.
η θήκη της σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + θήκη. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. sphaerotheca].