ὁ, noose, Man.5.133.
[Seite 550] Band u. Schlinge, Maneth. 5, 133.
δεσμόβροχος: ὁ, βρόχος χρησιμεύων ὡς δεσμός, Μανέθ. 5. 133.
δεσμόβροχος, ο (Α)ο βρόχος με τον οποίο δένεται κάτι.