τό, prob. = πυράγρα, πυραύστρα, Herod.4.62 [ῡ, cf. πυραύστης].
τὸ, Απιθ. πυράγρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί πύραυστρον].