πυράγρα

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράγρα Medium diacritics: πυράγρα Low diacritics: πυράγρα Capitals: ΠΥΡΑΓΡΑ
Transliteration A: pyrágra Transliteration B: pyragra Transliteration C: pyragra Beta Code: pura/gra

English (LSJ)

ἡ,
A pair of fire-tongs, Il.18.477, Od.3.434, Call.Del. 144.
2 forceps, Gal.2.635.

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, Feuerzange; Il. 18, 477 Od. 3, 434; Cailim. Del. 144; Sp., wie Luc. D. D. 5, 4. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pince pour remuer ou manier du feu, pincettes.
Étymologie: πῦρ, ἀγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυράγρα -ας, ἡ [πῦρ, ἀγρέω] tang, om iets dat brandt mee aan te vatten of om iets mee uit het vuur te halen.

Russian (Dvoretsky)

πῠράγρᾱ: ион. πῠράγρηкузнечные клещи Hom., Luc.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα της φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά
νεοελλ.
μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα
αρχ.
(γενικά) λαβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. κρεάγρα, οδοντάγρα)].

Greek Monotonic

πῠράγρα: ἡ, λαβίδα για τη φωτιά, μασιά, τσιμπίδα, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράγρα: ἡ, λαβίς, δι’ ἧς λαμβάνει τις τὸ πῦρ, «τσιμπίδι», «μασιά», Ἰλ. Σ. 477, Ὀδ. Γ. 434, Καλλ. εἰς Δῆλ. 144· ― οὕτω, πῠραγρέτης καρκίνος Ἀνθ. Π. 6. 92· πυραγρικὸς κ. Εὐστ. Πονημάτ. 34. 25.

Middle Liddell

πῠρ-άγρα, ἡ,
a pair of fire-tongs, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=τσιμπίδα, μασιά). Ἀπό τό πῦρ + ἄγρα τοῦ ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.