καρχαρέος

Revision as of 13:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ον, = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf. καρχαλέος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v.l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.

Greek (Liddell-Scott)

καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.

Greek Monolingual

καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.