τιγγαβάρινος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[βᾰ], η, ον, of vermilion, χρῶμα Dam.Isid.203.

German (Pape)

[Seite 1109] zinnoberfarbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιγγᾰβάρῐνος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Μ τιγγάβαρι
αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος.