ὁδαγός
English (LSJ)
ὁ, Dor. for ὁδηγός, Gp.18.17.8, Phot.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, dor. = ὁδηγός, aber auch bei den Attikern vorkommend, vgl. Lob. Phryn. 429.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδᾱγός: ὁ, Δωρικ. ἀντὶ ὁδηγός, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττικ., Πόρσ. εἰς Εὐριπ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 429. πρβλ. κυναγός, λοχαγός.