λογώδης

Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

λογῶδες,
A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M.
II verbal, of an argument, Theophrastus Metaph.16.

German (Pape)

ες, = λογοειδής, Arist. spir. 2.6.

Russian (Dvoretsky)

λογώδης: Arst. = λογοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.

Greek Monolingual

λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.