γραμμώδης
English (LSJ)
γραμμῶδες, = γραμμοειδής, wiry, Thphr. HP 4.12.2; with linear markings, ib.7.3.2.
Spanish (DGE)
-ες
1 en forma de línea, lineal μίσχοι del tallo del junco, Thphr.HP 4.12.2
•subst. τὸ γ. parte lineal del junco, e.d. el tallo Thphr.HP 4.12.2.
2 estriado, acanalado σπέρματα ... στενὰ καὶ γραμμώδη del comino, Thphr.HP 7.3.2.
German (Pape)
[Seite 505] ες, = γραμμοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμώδης: -ες, (εἶδος) = γραμμοειδὴς Θεοφρ. Ι. Φ. 4. 12, 2, κτλ.