τραχώδης

Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τραχῶδες, of rough nature, v.l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.

German (Pape)

[ᾱ], ες, von rauher, harter Art, bei Arist. H.A. 5.17, zweifelhaft.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχώδης: суровый (Arst. - v.l. к τραχύς).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.