ἀμυγδαλώδης
English (LSJ)
ἀμυγδαλῶδες, like an almond, σχήματι Thphr. HP 4.2.5.
Spanish (DGE)
-ες
semejante a la almendra τῷ σχήματι ... ἀμυγδαλώδης Thphr.HP 4.2.5.
Greek Monolingual
ἀμυγδαλώδης, -ες (Α)
αμυγδαλοειδής, όμοιος με αμύγδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. -ώδης].