αμυγδαλοειδής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμυγδαλοειδής)
αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμύγδαλον + -ειδής].