λυθρώδης

Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

λυθρῶδες, defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.

German (Pape)

ες, mit Mordblut besudelt, blutig, χεῖρες, Antiphan. 7 (IX.258).

Russian (Dvoretsky)

λυθρώδης: покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).

Greek Monolingual

λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).

Greek Monotonic

λυθρώδης: -ες (εἶδος), μολυσμένος με ακάθαρτο αίμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λυθρ-ώδης, ες εἶδος
defiled with gore, Anth.