κολοβώδης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1474] ες, = κολοβός; δάκτυλοι Polemon physiogn. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κολοβώδης: -ες, (εἶδος) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, ἀτελής, δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22.
[Seite 1474] ες, = κολοβός; δάκτυλοι Polemon physiogn. 1, 22.
κολοβώδης: -ες, (εἶδος) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, ἀτελής, δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22.