ἀφθώδης

Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀφθῶδες, suffering from ἄφθαι, στόματα Hp.Epid.3.3.

Spanish (DGE)

-ες
que padece ulceraciones e.d. que tiene aftas, aftoso στόματα ἀφθώδεα Hp.Epid.3.3, cf. Coac.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.Coac.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933.

German (Pape)

[Seite 410] ες, mit dem Ausschlag ἄφθα behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἄφθας, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα
αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα»)
νεοελλ.
φρ. «αφθώδης πυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.