σηκώδης

Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σηκῶδες, (σηκός ΙΙ) chapel-like, Ael.NA10.31.

German (Pape)

[Seite 873] ες, kapellenartig, -ähnlich, Ael. H. A. 10, 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à une chapelle.
Étymologie: σηκός, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

σηκώδης: -ες, (σηκὸς ΙΙ, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σηκόν, πρὸς ἱερόν, πρὸς ναΐσκον, Αἰλ. π. Ζ. 10. 31.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σηκός
αυτός που έχει το σχήμα σηκού.