Ἰνδικός

Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ἰνδική, Ἰνδικόν, Indian:
A ἡ Ἰ. χώρη Hdt.3.98: Sup. Ἰνδικώτατος Philostr. VA1.10:—fem. Ἰνδίς, ίδος, f.l. in Nonn. D. 17.377.
II Ἰνδικὸν φάρμακον a kind of pepper, Hp.Mul.1.81; but, indigo (cf. infr. 2), PHolm.11.2; also called ἰ. μέλαν ib.9.8.
2 the plant indigo, Indigofera tinctoria, Dsc.5.92.
3 name of an eyesalve, Gal.12.780, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'Inde, indien ; ἡ Ἰνδική (χώρα) l'Inde.
Étymologie: Ἰνδία.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνδικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ χώρα Ἡρόδ. 3. 98· ὡσαύτως θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν φάρμακον, εἶδος πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser).

Greek Monotonic

Ἰνδικός: -ή, -όν (Ἰνδός), Ινδικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

Ἰνδικός, ή, όν Ἰνδός
Indian, Hdt., etc.