ἄρθμιος
English (LSJ)
α, ον,
A united, οἱ δ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν who were in league with us, Od. 16.427, cf. Hdt.7.101, al.; ἄ. ἠδὲ φίλος Thgn.1312; ἄρθμια, τά, peaceful relations, friendship, τέως μὲν δή σφι ἦν ἄ. ἐς ἀλλήλους, ἐκ τούτου δὲ πόλεμος Hdt.6.83; ἄρθμια ἔργα Emp.17.23, cf. 22.1.
2 calm, βολαὶ ὀφθαλμῶν Hdn.1.7.5.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 unido por la amistad, amigo οἱ δ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν Od.16.427, μὴ ἐόντες ἄρθμιοι Hdt.7.101, Ἀθηναίων ἡμῖν ἐόντων μὴ ἀρθμίων Hdt.9.9, καταφεύγει ἐς Τεγέην, ἐοῦσαν οὐκ ἀρθμίην Hdt.9.37, οἷσπερ νῦν ἄ. ἠδὲ φίλος ἔπλευ con los que ahora te has hecho tan unido y tan amigo Thgn.1312, ὧς ἄμμι πατὴρ τεὸς ἄ. εἴη A.R.3.1101.
2 que comporta pruebas de amistad ἄρθμια ἔργα Emp.B 17.23, ἄρθμια ... ταῦτα ἑαυτῶν πάντα μέρεσσιν Emp.B 22.1
•neutr. plu. subst. ἄρθμια relaciones de amistad τέως μὲν δή σφι ἦν ἄρθμια ἐς ἀλλήλους Hdt.6.83, ἄρθμια δήμῳ εἰδότα Call.Fr.384.53.
3 apacible, sereno ὀφθαλμῶν ... ἀρθμίαι καὶ πυρώδεις βολαί Hdn.1.7.5, ἄ. οὗτος ἄρης ésta es una batalla amistosa Nonn.D.37.774.
German (Pape)
[Seite 350] verbunden, befreundet, τινί Od. 16, 427; Her. 7, 101; τὰ ἄρθμια, friedliche Verhältnisse, Eintracht, 6, 83; – Hdn. 1, 7 steht ὀφθαλμῶν ἀρθμίαι (so als subst. accent.?) καὶ πυρώδεις βολαί
French (Bailly abrégé)
α, ον :
ajusté ; uni à, lié à, τινι ; τὰ ἄρθμια HDT liens d'amitié.
Étymologie: ἀρθμός.
English (Autenrieth)
(ἀρθμός, root ἀρ): bound in friendship, allied, Od. 16.427†.
Greek Monolingual
ἄρθμιος, -α, -ον (Α) αρθμός
1. ενωμένος με συμμαχία ή φιλία, σύμμαχος, φίλος
2. τὰ ἄρθμια
οι ειρηνικές σχέσεις, η φιλία.
Greek Monotonic
ἄρθμιος: -α, -ον, ενωμένος, συνδεδεμένος, ἡμῖν ἄρθμιοι, φίλοι μαζί μας, σύμμαχοί μας, σε Ομήρ. Οδ.· ἄρθμια, τά, ειρηνικές σχέσεις, φιλία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρθμιος: связанный дружбой, дружный (τινι Hom., Her.).
Middle Liddell
[from ἀρθμός
united, ἡμῖν ἄρθμιοι friends with us, in league with us, Od.; ἄρθμια, τά, peaceful relations, friendship, Hdt.