μαθητέος

Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον,
A to be learnt, Pl.Lg.822c.
II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X.Mem.2.1.28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.

German (Pape)

adj. verb. zu μανθάνω, zu lernen und allgemein, zu erkennen, wahrzunehmen, Her. 7.16.3; πόσα καὶ πότε μαθητέον, Plat. Legg. VII.818d.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητέος: adj. verb. к μανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.

Greek Monotonic

μᾰθητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μανθάνω·
I.αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.
II.μαθητέον, κάτι που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of μανθάνω
I. to be learnt, Hdt.
II. μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.