νάκος
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, fleece, ν. κριοῦ Pi.P.4.68, Hdt.2.42, cf. Simon.21, Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene), Theoc.5.2, SIG560.41 (Epidamnus, found at Magnesia, iii B.C.), Luc.Am.34.
German (Pape)
[Seite 228] τό, = νάκη; τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 58; Her. 2, 42 u. Sp., wie Theocr. 5, 2; Luc. amor. 34 Dea Syria 55.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
toison, fourrure.
Étymologie: DELG rien de sûr.
Russian (Dvoretsky)
νάκος: εος (ᾰ) τό шкура, руно (κριοῦ Her.; ν. ὑποστρωννύναι Plut.); τὸ πάγχρυσον ν. Pind. золотое руно.
Greek (Liddell-Scott)
νάκος: [ᾰ], τό, δέρας, κῶας, κῴδιον, δορά, Λατ. vellus, κριοῦ ν. Ἡρόδ. 2. 42, Πινδ. Π. 4. 121, Σιμωνίδ. 29, Θεόκρ. 5. 2, κτλ. - (Πρβλ. νάκη, Λατιν. nacae, χειροτέχνημα ἐξ ἐρίου, nacca = fullo, Fest).
English (Slater)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νάκος: [ᾰ], τό, δέρμα, δορά, Λατ. vellus, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.