χειροτέχνημα

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνημα Medium diacritics: χειροτέχνημα Low diacritics: χειροτέχνημα Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: cheirotéchnēma Transliteration B: cheirotechnēma Transliteration C: cheirotechnima Beta Code: xeirote/xnhma

English (LSJ)

-ατος, τό, work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.

German (Pape)

[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνημα: ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέριέκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).

Greek Monotonic

χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.

Middle Liddell

χειροτέχνημα, ατος, τό,
a work of art, Babr. [from χειροτέχνης

Translations

work of art

Azerbaijani: bədii əsər; Bashkir: әҫәр; Basque: artelan; Chinese Mandarin: 作品, 藝術品/艺术品, 藝術作品/艺术作品, 美術作品/美术作品; Czech: umělecké dílo; Danish: kunstværk; Dutch: kunstwerk; Esperanto: artaĵo; Estonian: kunstiteos; Faroese: listaverk; Finnish: taideteos; French: œuvre d'art, ouvrage d'art; Georgian: ხელოვნების ნაწარმოები, ხელოვნების ნიმუში; German: Kunstwerk; Greek: έργο τέχνης; Ancient Greek: δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα; Hungarian: műalkotás, műtárgy; Icelandic: listaverk; Italian: opera d'arte; Japanese: 作品, 芸術作品; Kannada: ಕಲಾಕೃತಿ, ಕರಕುಶಲ ವಸ್ತು; Khmer: ការងារ​សិល្បៈ; Korean: 미술품(美術品), 예술품(藝術品); Kumyk: асар; Kurdish Northern Kurdish: afirandin; Macedonian: уметничко дело; Mirandese: obra-d'arte; Norwegian Bokmål: kunstverk; Nynorsk: kunstverk; Polish: dzieło sztuki; Portuguese: obra de arte; Romanian: operă de artă; Russian: произведение искусства, арт-объект; Slovene: umetniško delo, umetnina; Spanish: obra de arte; Swedish: konstverk; Tamil: கலைப் படைப்பு; Turkish: sanat eseri, eser