περιπλάνησις

Revision as of 08:04, 24 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-εως, ἡ, wandering about, ib.520f (pl.).

German (Pape)

[Seite 587] ἡ, das Herumirren, Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
course errante tout autour.
Étymologie: περιπλανάομαι.

Russian (Dvoretsky)

περιπλάνησις: εως (ᾰ) ἡ блуждание вокруг, странствование Plut.

Greek Monolingual

η / περιπλάνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιπλανώμαι
άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους
νεοελλ.
εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο του δρόμου.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλάνησις: [ᾰ], ἡ, τὸ περιπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 250F, Βυζ.