περιπλάνησις
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
-εως, ἡ, wandering about, ib.520f (pl.).
German (Pape)
[Seite 587] ἡ, das Herumirren, Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
course errante tout autour.
Étymologie: περιπλανάομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλάνησις: εως (ᾰ) ἡ блуждание вокруг, странствование Plut.
Greek Monolingual
η / περιπλάνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιπλανώμαι
άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους
νεοελλ.
εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο του δρόμου.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνησις: [ᾰ], ἡ, τὸ περιπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 250F, Βυζ.