λευκότης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 35] ητος, ἡ, die Weiße, weiße Farbe, Plat. Theaet. 182 d; ἐν χιόνι καὶ ψιμμυθίῳ Arist. Eth. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
couleur blanche, blancheur.
Étymologie: λευκός.
Greek (Liddell-Scott)
λευκότης: -ητος, τὸ ἀφῃρημ. οὐσιαστ. τοῦ λευκός, τὸ λευκὸν χρῶμα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλάτ. Θεαίτ. 156D, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
λευκότης: ητος ἡ белый цвет, белизна Plat., Arst.