ἑπτακαιδεκάπους
English (LSJ)
οξ, ἡ, neut. -πουν, seventeen feet long, Pl.Tht.147d.
German (Pape)
[Seite 1012] gen. ποδος, siebenzehnfüßig, siebenzehn Fuß lang, Plat. Theaet. 147 d.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. άποδος
de 17 pieds.
Étymologie: ἑπτακαίδεκα, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰκαιδεκάπους: πουν, gen. ποδος семнадцатифутовый Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, 17 ποδῶν μῆκος ἔχων, Πλάτ. Θεαίτ. 147D.
Greek Monolingual
ἑπτακαιδεκάπους, -ουν (Α)
μήκους δεκαεπτά ποδών.
Greek Monotonic
ἑπτακαιδεκάπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έχει μήκος δεκαεφτά ποδών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
17 feet long, Plat.