σιτοκοπικός

Revision as of 11:29, 26 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> ((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>\])" to "πρβλ. $1$3]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σιτοκοπική, σιτοκοπικόν, for pounding corn, ἐργαστήριον PFlor.50.103 (iii A.D.); λίθος σ. σὺν θυείῃ POxy.1890 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει σχέση με την κοπή, με την άλεση του σίτου («σιτοκοπικὸν ἐργαστήριον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κοπικός (< κοπή), πρβλ. λιθοκοπικός].