τό, Aeol. for μῶμαρ, μῶμος, Hsch. μῡμᾰρίζω, Aeol. for μωμάομαι, Id. μυμεῖ· λεῖα, Id.; cf. μύλλη.
[Seite 217] τό, äol. statt μῶμαρ, μῶμος, Gramm.