μῦμαρ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
τό, Aeol. for μῶμαρ, μῶμος, Hsch. μυμαρίζω, Aeol. for μωμάομαι, Id. μυμεῖ· λεῖα, Id.; cf. μύλλη.
German (Pape)
[Seite 217] τό, äol. statt μῶμαρ, μῶμος, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
μῦμαρ: τό, Αἰολ. ἀντὶ μῶμαρ, μῶμος, «μῦμαρ· αἶσχος. φόβος. ψόγος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μῡμαρ, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) μῶμαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῶμος.
Frisk Etymological English
See also: s. ἀμύμων
Translations
censure
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur