εὔχροια

Revision as of 21:50, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

English (LSJ)

Ion. εὐχροίη, ἡ, goodness of complexion, fresh and healthy look, Hp.Coac.67, Arist.HA584a14, Theophrastus Sud.39, Dsc.Eup.1.105, Aret.SA2.4.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, gute, gesunde Farbe, gutes Aussehen, Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὔχροια:хороший цвет кожи, цветущий вид Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχροια: Ἰων. εὐχροίη, ἡ, καλὴ χροιά, ζωηρὰ καὶ ὑγιεινὴ ὄψις, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 127Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4. 5, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α εὔχροια και ιων. τ. εὐχροίη) εύχρους
καλή χροιά, ωραιότητα του προσώπου, ευχρωμία, υγιές χρώμα.