λιπαρότης

Revision as of 21:55, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A fattiness, ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Arist.HA522a21, cf. PA652a29: in plural, fatty substances, Hp.Prog.12.
II brilliancy, ὀμμάτων Plu.2.670f.

German (Pape)

[Seite 51] ητος, ἡ, das Fettsein, die Fettigkeit; ἐν τῷ γάλακτι, Arist. H. A. 3, 20; Hippocr. u. Sp., auch ὀμμάτων, Glanz, Plut. Symp. 4, 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
éclat (des yeux).
Étymologie: λιπαρός.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρότης: -ητος, ἡ, πάχος, παχύτης, ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 11, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 1· - ἐν τῷ πληθ., παχεῖαι οὐσίαι, Ἱππ. Προγν. 40. II. λαμπρότης, ὀμμάτων Πλούτ. 2. 670Ε.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρότης: ητος ἡ
1 жирность, маслянистость (ἐν γάλακτι Arst.);
2 блеск (τῶν ὀμμάτων Plut.).