σαρκοειδής
English (LSJ)
σαρκοειδές, flesh-like, fleshy, φύσις Pl.Ti.76a; σ. ὢν τὴν φύσιν Arist.HA495b22: Comp., -ειδέστερα νεῦρα Hp.Loc.Hom.4, cf. Aret.SA2.6: cf. σαρκώδης.
German (Pape)
[Seite 863] ές, fleischartig, fleischig, Arist. H. A. 1, 16 u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαρκοειδής -ές [σάρξ, εἶδος] vlezig, lijkend op vlees.
Russian (Dvoretsky)
σαρκοειδής:
1 плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);
2 мясистый (κυήματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεατώδης, φύσις Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. σαρκώδης.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με σάρκα, σαρκώδης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σαρκοειδές
ιατρ. η δερματική παθολογοανατομική βλάβη της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, συνήθως, υπό μορφή οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ειδής].