ἀντιμηχανάομαι

Revision as of 22:15, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

English (LSJ)

contrive against or in opposition, ἄλλα ἀ. Hdt.8.52, cf. E Ba.291; σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: abs., Arist.HA613b27; πρός τι X.HG5.3.16.

Spanish (DGE)

(ἀντιμηχᾰνάομαι)
maquinar a su vez c. ac. int. ἄλλα Hdt.8.52, οἷα E.Ba.291, μηχανὰς ... ἀντιμηχανήσασθαι Plu.2.256c
c. πρός y ac. maquinar a su vez contra, discurrir contra, frente X.HG 5.3.16, Plb.16.30.2, 21.27.4, D.S.17.55, Sch.A.Pr.110H.
abs. Arist.HA 613b27.

German (Pape)

[Seite 255] Gegenanstalten treffen, Gegenlist anwenden, Her. 8. 52; πρός τι Eur. Bacch. 291; Thuc. 7, 53; Xen. Hell. 5, 3, 16; Pol.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 machiner contre;
2 imaginer en guise de défense.
Étymologie: ἀντί, μηχανάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμηχᾰνάομαι:
1 противопоставлять свои мероприятия, принимать контрмеры, пускаться со своей стороны на хитрость (Her., Eur.; πρός τι Xen.);
2 в свою очередь придумывать (τι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16.

Greek Monotonic

ἀντιμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, επινοώ ενάντια σε ή αντίθετα προς, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell


to contrive against or in opposition, Hdt., Thuc.