εφευρίσκω
From LSJ
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω)
επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ' ἄστρων μέτρα», Σοφ.
β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής»)
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι ἠϊόνας λιμένας τε», Ομ. Οδ.)
2. παθ. ἐφευρίσκομαι
ανακαλύπτομαι, συλλαμβάνομαι
3. ανακαλύπτω κάτι επί πλέον, προσεπινοώ (δ. γρφ. ἔθ' εὑρίσκω)
4. εισάγω κάτι επιπλέον («ὅσα δ' ἄν ἐφευρίσκῃ (τέλη)», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εὑρίσκω.