αποζεύω

Revision as of 17:22, 17 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀποζεύω
Α ἀποζεύγνυμι κ. ἀποζευγνύω)
ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό
αρχ.
1. διαχωρίζω
2. (-μαι)
αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι
3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» — σταμάτησα να περπατώ.