ὀνείρωξις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dreaming, hallucination, Pl.Ti.52b, Ph.1.698.
II effusion in sleep, Sor.[2.46], Porph.Abst.4.20, Orib.Syn. 9.38.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείρωξις: ἡ, ὄνειρον, τὸ ὀνειρεύεσθαι, Πλάτ. Τίμ. 52Β. ― ὀνειροξία παρὰ Ζωναρᾶ 1453.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείρωξις: εως ἡ сонные грезы, сновидение Plat.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.
Translations
nocturnal emission
Arabic: اِحْتِلَام; Chinese Mandarin: 夢遺/梦遗, 遺精/遗精; Czech: poluce; Finnish: yöllinen siemensyöksy; German: Pollution; Greek: ονείρωξη; Ancient Greek: ἐξονείρωξις, ἐξονειριασμός, ἐξονειρωγμός, ὀνειρωγμός; Hebrew: קרי לילה; Hungarian: pollúció, éjszakai/spontán magömlés; Japanese: 夢精, 遺精; Lithuanian: poliucija; Maori: moetoa; Portuguese: polução noturna; Serbo-Croatian: polucija, mokri san; Slovak: mokrý sen, polúcia; Slovene: mokre sanje; Spanish: polución nocturna, emisión nocturna; Thai: ฝันเปียก; Turkish: ihtilam, gece boşalması, ıslak rüya