χαριτόφωνος

Revision as of 10:23, 15 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "anmuthig" to "anmutig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χαριτόφωνον, with gracious voice, Philox.8.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmutiger, lieblicher, reizender Stimme, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε κάλλος ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γοητευτική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, χαλκεόφωνος].