αρπαχτός

Revision as of 15:53, 23 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αρπαχτός, -ή, -ό (AM ἁρπακτός, -ή, -όν) αρπάζω
αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος
νεοελλ.
1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά
2. επίρρ. αρπαχτά
βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα
αρχ.
ο ριψοκίνδυνος.