ενήδομαι
Greek Monolingual
ἐνήδομαι (Α) ήδομαι
χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῖς θείαις καλλοναῖς ἐνηδόμενος», Μηναία).
ἐνήδομαι (Α) ήδομαι
χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῖς θείαις καλλοναῖς ἐνηδόμενος», Μηναία).